- φαλλος
- φαλλόςὁ фалл (культовый символ плодородия) Her., Arph., Luc.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
φαλλός — membrum virile masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλός — Ομοίωμα του αντρικού μορίου, που οι αρχαίοι Έλληνες το θεωρούσαν σύμβολο γονιμότητας. Το χρησιμοποιούσαν στις διονυσιακές και βακχικές πομπές, και το κατασκεύαζαν από ξύλο συκιάς, πηλό ή δέρμα. Στην αρχαία Αθήνα, μια γιορτή που είχε καθαρά… … Dictionary of Greek
φαλλός — ο 1. ομοίωμα αντρικού γεννητικού οργάνου από ξύλο συκιάς ή από δέρμα ζώου ή από πηλό, που το περιέφεραν σε πομπή οι οργιαστές στις βακχικές γιορτές ως σύμβολο παραγωγής και γονιμότητας. 2. (ιατρ.), η αρχική καταβολή των εξωτερικών γεννητικών… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαλλοῖς — φαλλός membrum virile masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλοῖσι — φαλλός membrum virile masc dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλοί — φαλλός membrum virile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλοῦ — φαλλός membrum virile masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλούς — φαλλός membrum virile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλέ — φαλλός membrum virile masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλῶ — φαλλός membrum virile masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαλλῷ — φαλλός membrum virile masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)